Odyssèas Elytis / Οδυσσέας Ελύτης (1911 – 1996) : l’icône / Το εικόνισμα
L’Icône
Rochers en adoration les vagues
Marchent dans les ténèbres. Asphodèles et narcisses
Qui poussent dans les rêveries des morts
Accompagnent nuages et sommeils
J’avance à l’instinct ne sachant quel jour
Cela sent la noblesse d’un vieux bois
Ou d’un animal humilié. Bien sûr
C’est par ici que j’ai dû exister ; si vite
Que le jour pointe et je vous retrouve
Tourments sacrés maisons à l’abandon ocre entre les citronniers
Arches, voûtes où j’allais eaux courantes
Où s’est posé le doigt de l’ange ? Que reste-t-il ? Qui à présent ?
J’arrive à demi éteint de la ville
Comme de l’église incendiée l’icône
Rouges de feu noirs de démon
Qui dans les rosées du matin peu à peu
se dissolvent
Ecaillé, griffé, le mot JE T’AIME encore visible
Le mur ! Et de l’escalier la rambarde elle aussi
De bois brut et lissé par le glissement de tant de mains !
Lourd de vieillesses et de jeunesses à nouveau je monte
Sachant où vont grincer les vieilles planches, et quand
Me fixera la tante Melissini dans son cadre
Et s’il pleuvra demain
Sans doute je revendique une chose mienne depuis toujours
Et simplement peut-être une place dans Ce qui vient
Qui est la même chose ; vêtement fait d’un feu froid
Vert de bronze, rouge cerise de la Vierge
Debout la main droite sur le cœur
J’ai derrière moi deux ou trois chandeliers
Le petit carré de la fenêtre donnant sur l’orage
Le Lointain de l’Avenir
Traduit du grec par Michel Volkovitch
in, « Anthologie de la poésie grecque contemporaine, 1945 – 2000 »
Editions Gallimard (Poésie), 2000
Du même auteur :
Six plus un remords pour le ciel (08/10/2015)
Elégie de Grüningen (23/11/2020)
« Je pleure le soleil... » (23/11/2022)
Le monogramme .III /Το Μονόγραμμα. III (23/11/2023)
A Ephèse (23/11/2024)
Το εικόνισμα
Ίδιος ο βράχος κι όλο ευσέβεια
περιπατούν τα κύματα στα σκοτεινά. Οι ασφόδελοι
και οι νάρκισσοι κι εκείνοι αποκυήματα
της φαντασίας των νεκρών παν κατά νέφη και ύπνους
Προχωρώ από ένστικτο μην ξέροντας ποια μέρα
μυρίζει ευγένεια ξύλου παλαιού
ή ζώου ταπεινωμένου. Και βέβαια
κάπου εδώ πρέπει να υπήρξα· τόσο γρήγορα
που ξημερώνει και σας ξαναβρίσκω
Βάσανά μου ιερά χορταριασμένα σπίτια κεραμιδιά μέσα στα
λεμονόδεντρα
Τόξα, καμάρες όπου εστάθηκα κι ανοιχτές βρύσες
Πού ν' άγγιξε άγγελος; Τι να 'μεινε; Ποιος τώρα;
Μισοσβησμένος φτάνω από της πολιτείας τα μέρη
όπως από της εκκλησιάς την πυρκαγιά το εικόνισμα
Κόκκινα της φωτιάς και μαύρα του δαιμόνου
που μες στη δρόσο του πρωινού
σιγά σιγά διαλύονται
Ξέφτιος κι όλο χαρακιές, με τη λέξη ακόμη σ' αγαπώ ευδιάκριτη
επάνω του
ο τοίχος! Και της κλίμακας η κουπαστή κι εκείνη
άβαφη κι από τις πολλές απαλές που πέρασαν παλάμες λεία!
Φορτωμένος γηρατειά και νεότητες πάλι ανεβαίνω
ξέροντας πού το παλιό σανίδωμα θα τρίξει, πότε
θα με κοιτάξει από το κάδρο της η θεία Μελισσινή
και αν αύριο θα βρέξει
Ίσως κάτι που μου ανήκει ανέκαθεν να διεκδικώ
μπορεί και απλώς μια θέση μες στα Ερχόμενα
που είναι το ίδιο· ένδυμα καμωμένο από φωτιά ψυχρή
πράσινα του χαλκού και βυσσινιά βαθιά της Παναγίας
Στέκω με το δεξί μου χέρι στην καρδιά
πίσω μου δύο ή τρία κηροπήγια
το μικρό τετράγωνο παράθυρο πάνω στην καταιγίδα
τα Πέραν και τα Μέλλοντα.